- ἐπιόψομαι
- ἐπϊόψομαι , ἐποράωaor subj mid 1st sg (epic)ἐπϊόψομαι , ἐποράωfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιόψομαι — ἐπιόψομαι (Α) ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. τού αορ. α’ ἐπιωψάμην) 1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονται προχειρίσονται προΐδωσιν ἐπιλέξωνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα *οp «εκλέγω … Dictionary of Greek
op-2 — op 2 English meaning: to choose; to suggest Deutsche Übersetzung: “auswählen, den Vorzug geben, vermuten” Material: Gk. ἐπιόψομαι to ἐπι οπ “wählen, auslesen”; Lat. *opere is through *praed opiont (Festus p. 205 praedotiont )… … Proto-Indo-European etymological dictionary